Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είναι ψέμα

  • 1 неправда

    неправда ж η αναλήθεια· το ψέμα (ложь)' это \неправда ( αυτό) δεν είναι αλήθεια, ( αυτό) είναι ψέμα
    * * *
    ж
    η αναλήθεια; το ψέμα ( ложь)

    э́то непра́вда — (αυτό) δεν είναι αλήθεια, (αυτό) είναι ψέμα

    Русско-греческий словарь > неправда

  • 2 звучать

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. звучащий
    ρ.δ.
    1. ηχώ, σημαίνω•

    колокол -ит ηχεί η καμπάνα.

    2. αντηχώ, αντιλαλώ•

    -ат голоса αντιλαλούν φωνές.

    || είμαι εύηχος, έχω φωνή• ρο•

    звучать яль -ит неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προβάλλω, διακρίνομαι•

    в вопросе -ит сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία•

    в е голосе -ит радость στη φωνή της διακρίνετοα η χαρά•

    это -ит фальшиво αυτό είναι φανερό ψέμα.

    || κάνω την εντύπωση• συμπίπτω με•

    это утверадние -ит совсем не по-марксистки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική.

    εκφρ.
    звучать в ушах (в памяти, в сердце) – ηχώ ακόμα στ αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνήμη, δεν ξεχνιέται.

    Большой русско-греческий словарь > звучать

  • 3 заведомый

    επ.
    προφανής, καταφανής, ολοφάνερος, πρόδηλος• γνωστός, πασίγνωστος, ονομαστός, ξακουστός•

    -ая ложь ολοφάνερο ψέμα•

    он заведомый лентяй αυτός είναι γνωστός τεμπέλης.

    Большой русско-греческий словарь > заведомый

См. также в других словарях:

  • ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην …   Dictionary of Greek

  • ψέμα — το, ατος 1. ψεύδος, ψευτιά: Όσα σου είπα χτες ήταν ψέματα. 2. φρ., «Σώθηκαν τα ψέματα», έφτασε πια ο κόμπος στο χτένι, η κατάσταση είναι σοβαρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

  • Ίψεν, Χένρικ — (Henrik Ibsen,Σεν 1828 – Όσλο 1906). Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια οδυνηρή παιδική ηλικία και αφού αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, το 1848, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο… …   Dictionary of Greek

  • μυθολογία — Το σύνολο των μύθων ενός λαού, αλλά και η μελέτη της προέλευσής τους, της σημασίας τους, των σχέσεών τους με τη θρησκεία του λαού αυτού. Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν πολύ νωρίς να ασχολούνται με τη μ.: οι παραδοσιακές αφηγήσεις για τους θεούς, οι… …   Dictionary of Greek

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • αντίχριστος — Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι η προσωποποίηση εκείνου ο οποίος φρονεί και πράττει αντίθετα προς τον Χριστό. Τον όρο αυτό συναντούμε στις επιστολές του Ευαγγελιστή Ιωάννη (Α΄ Ιω. β΄18, δ΄3, Β΄ Ιω. 7). Ονομάζει Α. εκείνον που αρνείται τον… …   Dictionary of Greek

  • ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • Αχιλλέας — I Μυθολογικός ήρωας του Τρωικού πολέμου, που έμεινε αθάνατος χάρη στην ομηρική ποίηση. Γιος του βασιλιά της θεσσαλικής Φθίας Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, λατρευόταν σε πολλούς τόπους της αρχαίας Ελλάδας. Τη λατρεία αυτή μερικοί την αποδίδουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»